- εὐμέριστος
- εὐμέριστος, ον, ([etym.] μερίζω)A easily divided, Thphr.CP6.10.8.2 easily calculated, Hp.Septim.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευμέριστος — εὐμέριστος, ον (Α) 1. αυτός που μερίζεται, που διαιρείται εύκολα 2. αυτός που μπορεί να υπολογιστεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μερίζω)] … Dictionary of Greek
εὐμέριστον — εὐμέριστος easily divided masc/fem acc sg εὐμέριστος easily divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεριστοτέρας — εὐμεριστοτέρᾱς , εὐμέριστος easily divided fem acc comp pl εὐμεριστοτέρᾱς , εὐμέριστος easily divided fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)